- ἔνοπλος
- ἔνοπλοςin armsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… … Dictionary of Greek
ένοπλος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει όπλο, ο οπλισμένος: Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας. 2. που γίνεται με όπλα: Η ένοπλη αντίσταση του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., ένοπλος ο οπλοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
ἐνόπλως — ἔνοπλος in arms adverbial ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοπλον — ἔνοπλος in arms masc/fem acc sg ἔνοπλος in arms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλοις — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλου — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλους — ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλων — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλῳ — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)